Του Σπύρου Δημητρέλη – Capital.gr
Η θέσπιση της υποχρέωσης δαπάνης σημαντικού μέρους του εισοδήματος και των ελευθέρων επαγγελματιών και των ιδιοκτητών ακινήτων με ηλεκτρονικές πληρωμές δημιουργεί ένα νέο τοπίο στη φορολόγηση των συγκεκριμένων κατηγοριών φορολογούμενων. Η καταγραφή μέσω του τραπεζικού συστήματος σημαντικού μέρους των δαπανών τους ουσιαστικά οδηγεί εμμέσως και στην υποχρέωσή τους να δηλώνουν εισοδήματα υψηλότερα από το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημά τους.
Σύμφωνα με έμπειρα ελεγκτικά στελέχη της φορολογικής διοίκησης, οι επαγγελματίες κλάδων που κινούνται σε μεγάλο βαθμό στη σφαίρα της παραοικονομίας, πραγματοποιούν το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών τους με μετρητά διότι, υπό τον φόβο του φορολογικού ελέγχου, δεν επιθυμούν να καταγράφονται οι δαπάνες τους στο τραπεζικό σύστημα και να είναι ανιχνεύσιμες και μετρήσιμες. Η υποχρέωσή τους να δαπανούν μέρος του εισοδήματός τους με πλαστικό χρήμα λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση καθώς πολλοί θα εμφανιστούν να δαπανούν, πραγματικά ή τεκμαρτά, περισσότερα από το εισόδημα που δηλώνουν. Έτσι, στη περίπτωση φορολογικού ελέγχου θα βρεθούν εκτεθειμένοι για την επιβολή πρόσθετου φόρου εισοδήματος.
Ας δούμε ένα παράδειγμα για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω:
Έγγαμος ελεύθερος επαγγελματίας διαμένει σε κατοικία 100 τετραγωνικών μέτρων, διαθέτει 2 ΙΧ 1.600 και 1.300 κυβικών, μοντέλα του 2012, και καταβάλλει ετήσια δίδακτρα σε ιδιωτικό σχολείο ύψους 5.000 ευρώ. Το συνολικό ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει για τα παραπάνω είναι 22.200 ευρώ. Δηλώνει ετήσιο εισόδημα 22.500 ευρώ. Σε αυτό το τεκμαρτό εισόδημα περιλαμβάνεται και ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης ύψους 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι το δηλωθέν εισόδημά του είναι υψηλότερο από το τεκμαρτό φορολογείται για το δηλωθέν εισόδημά του και καταβάλλει ετήσιο φόρο εισοδήματος (με βάση τη νέα φορολογική κλίμακα που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2020) ύψους 3.800 ευρώ.
Με βάση όσα θα ισχύσουν από το νέο έτος, ο συγκεκριμένος φορολογούμενος θα πρέπει να δαπανήσει τουλάχιστον το 30% του εισοδήματός του μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, με τις δαπάνες που αποτελούν τεκμήριο (δίδακτρα κ.λπ.) να μην αναγνωρίζονται για την κάλυψη του σχετικού ποσού. Έτσι, θα υποχρεωθεί να δαπανήσει μέσω κάρτας τουλάχιστον το ποσό των 6.750 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι σε σχέση με τις 5.000 ευρώ ετήσια αντικειμενική δαπάνη που του χρεώνεται θα εμφανιστεί να δαπανά 1.750 ευρώ περισσότερα. Έτσι θα εμφανίζεται να έχει δαπανήσει τεκμαρτά και πραγματικά το ποσό των 23.950 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι υψηλότερο από το τεκμαρτό εισόδημα των 22.200 ευρώ. Στην περίπτωση που η διάταξη που θα ψηφιστεί προβλέπει ότι, εφόσον η πραγματική καταναλωτική δαπάνη με κάρτα είναι υψηλότερη από την αντικειμενική των 3.000 ευρώ για τους άγαμους και 5.000 ευρώ για τους έγγαμος, θα θεωρείται ως τεκμήριο η υψηλότερη, τότε ο φορολογούμενος θα υποχρεωθεί να πληρώσει φόρο εισοδήματος για συνολικό τεκμαρτό εισόδημα 23.950 ευρώ, δηλαδή 4.206 ευρώ ή 406 ευρώ περισσότερα από αυτά που θα πλήρωνε αν δεν υπήρχε η υποχρέωση δαπάνης μέρους του εισοδήματός του με κάρτα. Αν η δαπάνη με κάρτα δεν θεωρηθεί τεκμήριο (που είναι και το πιθανότερο), τότε ο φορολογούμενος θα είναι εκτεθειμένος σε ενδεχόμενο φορολογικό έλεγχο με τις λεγόμενες έμμεσες τεχνικές όπου το εισόδημά του προσδιορίζεται με βάση τις δαπάνες του, πραγματικές και τεκμαρτές.
ΠΗΓΗ:https://medispin.blogspot.com/